Η ανακύκλωση των πλαστικών αποτελεί μία απατηλή στρατηγική

της κυκλικής οικονομίας καθώς οι ίδιες οι εταιρείες πλαστικών επεκτείνουν συνεχώς την παραγωγή τους ενώ και τα ίδια τα χαρακτηριστικά των πλαστικών καθιστούν τελικά ανέφικτη την ορθή διαχείριση με όρους κυκλικότητας. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της πολυσυζητημένης έκθεσης που δημοσιεύθηκε πριν από λίγο καιρό από το Centre For Climate Integrity, μια μη κερδοσκοπική ερευνητική ομάδα, η ισχυρίζεται ότι η ανακύκλωση πλαστικών δεν είναι αυτό που φαίνεται.

Η έκθεση, με τίτλο «Η απάτη της ανακύκλωσης πλαστικών», ισχυρίζεται ότι η βιομηχανία πλαστικών και οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου γνώριζαν εδώ και δεκαετίες ότι η ανακύκλωση δεν αποτελεί την λύση για τη διαχείριση των πλαστικών απορριμμάτων. Η παραγωγή των πλαστικών αυξάνεται και τα απόβλητα καταλήγουν είτε σε χώρους υγειονομικής ταφής είτε στο περιβάλλον. Μάλιστα, οι συγκεκριμένοι επιστήμονες θεωρούν ότι ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας της βιομηχανίας πλαστικών οφείλεται σε «εκστρατείες των μέσων ενημέρωσης που ξεγέλασαν το κοινό ωθώντας το να πιστέψει ότι το πλαστικό είναι εξίσου ανακυκλώσιμο με άλλα υλικά όπως το χαρτί και το αλουμίνιο».

Παράγοντες της διεθνούς αγοράς θεωρούν η βιομηχανία πλαστικών χρησιμοποίησε αυτές τις εμπορικές εκστρατείες για να πείσουν τους καταναλωτές να χρησιμοποιούν λιγότερο πλαστικό αντί να αναλάβουν την ευθύνη για την κατασκευή του.

Ως προς την κατάσταση που επικρατεί στις ΗΠΑ, η έκθεση αναφέρει ότι «με την εξαπάτηση των καταναλωτών, των πολιτικών και των ρυθμιστικών αρχών σχετικά με τη βιωσιμότητα της ανακύκλωσης πλαστικών, οι εταιρείες πετροχημικών έχουν εξασφαλίσει την συνεχή επέκταση της παραγωγής πλαστικών, η οποία έχει οδηγήσει σε μια κρίση πλαστικών απορριμμάτων και ρύπανσης. Το κόστος της διαχείρισης και του καθαρισμού πλαστικών απορριμμάτων βαρύνουν σε μεγάλο βαθμό τις δημοτικές και πολιτειακές κυβερνήσεις — και το κόστος αυτό προβλέπεται να αυξηθεί εκθετικά τις επόμενες δεκαετίες, δεδομένου ότι η παραγωγή πλαστικών απορριμμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες αναμένεται να αυξηθεί από 73 εκατομμύρια μετρικούς τόνους το 2019 σε περισσότερους από 140 εκατομμύρια μετρικούς τόνους έως το 2060».

Με νωχελικούς ρυθμούς η ανακύκλωση Από το 2021, το ποσοστό ανακύκλωσης πλαστικών στις ΗΠΑ εκτιμάται ότι είναι μόνο 5-6%. Αλλά και στην Ευρώπη, σε ετήσια βάση, από τους 41 εκατ. τόνους πλαστικών αποβλήτων των οποίων η διαχείριση γίνεται εντός της ΕΕ, μόνο το 29% ανακυκλώνεται ενώ τα υπόλοιπα οδηγούνται για ενεργειακή αξιοποίηση μέσω καύσης ή καταλήγουν στη χωματερή. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Εταιρείας Αξιοποίησης Ανακύκλωσης, η οποία διαχειρίζεται το περιεχόμενο των γνωστών μπλε κάδων, μόλις το 50% του περιεχομένου τους οδηγείται στην ανακύκλωση.

Από αυτό ένα σημαντικά μικρότερο ποσοστό αφορά σε πλαστικά που οδηγούνται τελικά σε ανακύκλωση.

Γιατί η πλειονότητα των πλαστικών δεν μπορεί να ανακυκλωθεί

Πάνω από το 99% των πλαστικών παράγεται από ορυκτά καύσιμα δηλαδή πετρέλαιο και αέριο, δηλαδή αποτελούν μέρος της πετροχημικής βιομηχανίας.

Υπάρχουν εκατοντάδες διαφορετικοί τύποι πλαστικών, το καθένα με τη δική του χημική σύσταση και χαρακτηριστικά και η συντριπτική πλειονότητα αυτών των πλαστικών δεν μπορεί να «ανακυκλωθεί, κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορούν να συλλεχθούν, να υποστούν επεξεργασία και να ανακατασκευαστούν σε νέα προϊόντα.

Σύμφωνα με την έκθεση του Centre For Climate Integrity, ορισμένοι τύποι πλαστικών δεν έχουν τελικές αγορές (δηλαδή, επιχειρήσεις που αγοράζουν και χρησιμοποιούν ανακυκλώσιμα υλικά για την παραγωγή νέων προϊόντων), και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να ανακυκλωθούν. Μέχρι σήμερα, βιώσιμες αγορές υπάρχουν μόνο για το τερεφθαλικό πολυαιθυλένιο (PET) και το πλαστικό πολυαιθυλενίου υψηλής πυκνότητας (HDPE).

Δεύτερον, τα χιλιάδες διαφορετικά πλαστικά και η ποικιλία μεταξύ τους περιορίζουν περαιτέρω την ανακυκλωσιμότητα. Κατά την ανακύκλωση πλαστικών απορριμμάτων, μια εγκατάσταση πρέπει να διαχωρίζει χιλιάδες κομμάτια ανά τύπο πλαστικού με σκοπό την διατήρηση υψηλού βαθμού καθαρότητας στο ανακυκλωμένο υλικό. Για τον λόγο αυτό, ορισμένοι τύποι πλαστικού μπορεί να είναι τεχνικά ανακυκλώσιμοι αλλά δεν ανακυκλώνονται στην πράξη. Για παράδειγμα, πολλά πλαστικά μιας χρήσης κατασκευάζονται από διαφορετικούς τύπους πλαστικών πολυμερών καθώς και από άλλα υλικά, όπως χαρτί, μέταλλα ή κόλλες. Αυτά είναι πρακτικά αδύνατον να διαχωριστούν. Ακόμη και τα προϊόντα που κατασκευάζονται από ένα μόνο είδος πλαστικού συχνά δεν μπορούν να ανακυκλωθούν μαζί, γιατί περιλαμβάνουν διαφορετικά χημικά πρόσθετα ή χρωστικές (PET).

Τρίτον, η ποιότητα του πλαστικού υποβαθμίζεται. Οι χημικές ουσίες που προέρχονται από ορυκτά καύσιμα που αποτελούν τη βάση του πλαστικού είναι ευάλωτες στη θερμότητα και σε άλλες διεργασίες που χρησιμοποιούνται στην ανακύκλωση. Καθώς αυτές οι ουσίες αποικοδομούνται, χάνουν την ποιότητα και την ακεραιότητά τους, καθιστώντας τις ανακυκλωμένες ρητίνες ακατάλληλες για πολλούς κατασκευαστές.

Τέλος, το κόστος παραγωγής ανακυκλωμένου πλαστικού είναι πολύ υψηλότερο από την παραγωγή παρθένου πλαστικού και επομένως η ανακύκλωση πλαστικών δεν είναι οικονομικά βιώσιμη. Η διαδικασία ανακύκλωσης απαιτεί περισσότερο χρόνο, εργασία και εξοπλισμό για να επιτευχθεί τελικά χαμηλότερης ποιότητας προϊόν.

Η αυξημένη παραγωγή παρθένων ρητινών από τις εταιρείες πετροχημικών καθιστά τις ανακυκλωμένες ρητίνες μη ανταγωνιστικές. Η "προηγμένη ανακύκλωση" είναι 1,6 φορές πιο ακριβή από τις παρθένες ρητίνες ενώ σύμφωνα με την έκθεση είναι αναποτελεσματική. Μόνο το 1-14% του πλαστικού υλικού που υποβάλλεται σε επεξεργασία μέσω «προηγμένης ανακύκλωσης» μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή ενός νέου πλαστικού.