Του Μηνά Τσαμόπουλου

Θετικά αντικρίζει το μέλλον η εισηγμένη στην αμερικανική χρηματαγορά ναυτιλιακή εταιρεία Tsakos Energy Navigation, που διαθέτει στόλο από 65 πλοία συνολικής χωρητικότητας

7,2 εκατομμυρίων τόνων εκ των οποίων τα 63 είναι δεξαμενόπλοια και δύο LNG. Η εταιρεία φροντίζει να έχει πάντοτε ρευστότητα ώστε να εξυπηρετεί τα δάνειά της και οπως τονισε ο Νικος Τσάκος δεν έχει κάνει ποτέ αναδιάρθρωση δανείων.

Στη διάρκεια της 16ης Γενικής Συνέλευσης της ΤΕΝ, τονίσθηκε ότι οι επερχόμενες αλλαγές στη νομοθεσία για την προστασία του περιβάλλοντος η επικείμενη αύξηση της παραγωγής πετρελαίου από τις χώρες του ΟΠΕΚ για να καλυφθούν οι ελλείψεις που έχουν προκαλέσει οι κυρώσεις σε Ιράν και Βενεζουέλα αλλά και η αύξηση τν εξαγωγών από τα ΗΠΑ που παράγουν πλέον 2,7 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, κάνουν πολλούς να χαμογελούν.

Μιλώντας στο newmoney.gr ο Νίκος Τσάκος τόνισε:

«Το 2018 ήταν μία από τις πιο δύσκολες χρονιές στη διάρκεια των τριών πρώτων τριμήνων και ιδίως στα δεξαμενόπλοια. Και επειδή η εταιρεία η δική μας προσπαθεί πάντοτε να μπαίνει στα δύσκολα γιατί τότε είναι που οι αγορές πλοίων είναι φθηνές, αναπτύξαμε τον στόλο με 19 νεότευκτα πλοία τα οποία βρίσκονται μακροχρόνιες ναυλώσεις. Μέχρι τώρα από τον περασμένο Οκτώβριο είχαμε πολύ καλό τέλειωμα το 2018. Πιστεύω ότι τα αποτελέσματα που θα βγάλουμε σε μία εβδομάδα θα είναι πολύ καλά για την αρχή του 2019. Και από ό,τι λένε οι ειδικοί, αν και πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι , φαίνεται ότι το υπόλοιπο 2019 και το 2020 λόγω και των νέων περιβαλλοντολογικών κανονισμών που θα εφαρμοστούν θα είναι αρκετά θετικές οι συνθήκες για τα δεξαμενόπλοια. Και συνέχισε:

«Η ΤΕΝ έχει μία συντηρητική πολιτική όσο αναφορά τις ναυλώσεις και αυτό μας δίνει τη δυνατότητα όταν οι αγορές είναι χαμηλές ή μέτριες εμείς να είμαστε τρεις και τέσσερις και πέντε φορές πιο κερδοφόροι και αποτελεσματικοί. Όταν οι αγορές είναι σε πάρα πολύ υψηλό επίπεδο φυσικό είναι «να αφήνουμε κάποια χρήματα πάνω στο τραπέζι» όπως λένε. Όμως το προτιμάμε αυτό γιατί η ναυτιλία είναι Μαραθώνιος δεν είναι σπριντ, αγώνας ταχύτητας».

Σύμφωνα με τις αναλύσεις που έγιναν στο περιθώριο της Γ.Σ. «το 2018 ήταν μία παράξενη αγορά. Το πρώτο τρίμηνο τα ναύλα ήταν πάρα πολύ χαμηλά. Είχαμε πολύ καιρό να τη δίνουμε σε αυτά τα χαμηλά επίπεδα. Αλλά στο δ’ τρίμηνο, κυρίως λόγω του ότι πήγαν πολλά πλοία στα διαλυτήρια και είχαμε αφενός πολύ περισσότερα φορτία από τον ΟΠΕΚ και αφετέρου μεγαλύτερες εξαγωγές από τις ΗΠΑ, τα ναύλα πήγαν σε επίπεδα που μας έκαναν να αισθανθούμε πιο άνετα. Ακολούθησε η μείωση της παραγωγής από τον ΟΠΕΚ με στόχο να μειώσει τα παγκόσμια αποθέματα crude πετρελαίου κατά 1,2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα μαζί με χώρες που επονομαζόμενες ΟΠΕΚ plus, που δεν ανήκουν στο καρτέλ αλλά έχουν ενωθεί με τον ΟΠΕΚ, όπως η Ρωσία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ξαφνικά από τον Ιανουάριο η αγορά να πέφτει» τόνισαν στο www.newmonoey.gr υψηλόβαθμα στελέχη της εταιρείας:

«Αισιδοδοξούμε όμως για τους ακόλουθους λόγους. Καταρχήν σήμερα στο βιβλίο παραγγελιών δεν υπάρχουν συμβόλαια για πολλές ναυπηγήσεις . Επίσης λόγω των επιπτώσεων από τις κυρώσεις στο Ιράν μειώθηκαν οι ποσότητες πετρελαίου άρα σημαίνει ότι έχουμε χάσει 1 εκατ. βαρέλια κάθε ημέρα ενώ έχουμε και τη Βενεζουέλα που έχει προβλήματα και από δύο εκατομμύρια βαρέλια βγάζει κάτω από ένα. Με τα δεδομένα αυτά ο ΟΠΕΚ θα αρχίσει να αυξάνει την παραγωγή με μέτρο και όχι ξαφνικά όπως έκανε την τελευταία φορά με αποτέλεσμα το δ΄ τρίμηνο το βαρέλι από 70 δολάρια να πάει στα 50. Για αυτούς του λόγους έχουμε την αίσθηση ότι από το καλοκαίρι και μετά θα δούμε μία άνοδο της ναυλαγοράς. Επίσης υπάρχει η νομοθεσία που θα ισχύσει από το 2020 για την προστασία της ατμόσφαιρα από τη ρύπανση καθώς και η τοποθέτηση των water balance συσκευών για το φιλτράρισμα του νερού που ρίχνουν τα πλοία στη θάλασσα. Οπότε μεγάλο μέλος του παγκόσμιου στόλου θα κάνει εργασίες εγκαταστάσεων και θα βγούν από την αγορά αρκετά πλοία για κάποιο χρονικό διάστημα. Παράλληλα οι ΗΠΑ αυξάνουν την παραγωγή πετρελαίου άρα η τα πλοία θα έχουν ζήτηση και θα ανέβει η αγορά».

Tο 2018 η ΤΕΝ γιόρτασε τα 25 χρόνια από την είσοδό της στη χρηματιστηριακή αγορά πρώτα του Όσλο και στη συνέχεια της Νέας Υόρκης από το 2002.