Η συμφωνία για την εγκαθίδρυση στρατηγικής εταιρικής σχέσης ανάμεσα στην Ελλάδα και τη

Γαλλία για συνεργασία στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας είναι ιστορικής σημασίας
και εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας μας σε τρία ξεχωριστά αλλά αλληλένδετα επίπεδα.
Το πρώτο είναι ότι η συνεργασία με τη Γαλλία, που συνδυάζεται με την απόκτηση τριών
υπερσύγχρονων φρεγατών, θωρακίζει τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας μας και τονώνει την
αποτρεπτική ικανότητά τους.
Το Πολεμικό Ναυτικό θα αποκτήσει, με σύντομο χρονοδιάγραμμα και έναντι εξαιρετικού
οικονομικού αντιτίμου, πλοία που ανταποκρίνονται απολύτως στις επιχειρησιακές ανάγκες
του στόλου και τις τεχνολογικές επιταγές του 21ου αιώνα, μετά από χρόνια υποεπένδυσης στις
μονάδες επιφανείας του Ναυτικού μας. Παράλληλα, οι δυνατότητες της Πολεμικής
Αεροπορίας αναβαθμίζονται με την απόκτηση 24 μαχητικών Rafale.
Η συμφωνία έχει και θετικό οικονομικό αποτύπωμα, γιατί στοίχισε πολύ λιγότερο από τα ποσά
της αρχικής προσφοράς και η προμήθεια αυτή μπορεί να υπηρετηθεί από τον δημοσιονομικό
χώρο που διαθέτουμε. Δηλαδή περισσότερο αξίζει και λιγότερο κοστίζει.
Δεύτερον, η συμφωνία αποτελεί την πλέον απτή απόδειξη του ενισχυμένου και διευρυμένου
πλέγματος στρατηγικών συνεργασιών και συμμαχιών που, υπομονετικά, έχει οικοδομήσει η
κυβέρνηση την τελευταία διετία.
Η ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής σε περίπτωση που μία από τις δύο χώρες δεχθεί
επίθεση αποτελεί εγγύηση για την ασφάλειά μας, και συνιστά πρόνοια που πηγαίνει πέρα και
πάνω από τις δεσμεύσεις συλλογικής υποστήριξης που προβλέπουν η συνθήκη του ΝΑΤΟ
αλλά και οι συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτό προφανώς δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα παραγνωρίζει ή παραβλέπει τη σχέση της με τις
Ηνωμένες Πολιτείες ή τη θέση της στο NATO. Το αντίθετο. Οι κινήσεις της Ελλάδας ενισχύουν
ουσιαστικά τις δυνατότητες του ευρωπαϊκού πυλώνα του NATO και συνεπώς καθιστούν πιο
δυνατή ολόκληρη τη διατλαντική συμμαχία.
Παράλληλα, οι συζητήσεις που έχουμε με τις ΗΠΑ για την υπογραφή ανανεωμένης Συμφωνίας
Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA), πενταετούς διάρκειας, αποδεικνύουν ότι η χώρα
μας καλλιεργεί σχέσεις με στρατηγικό βάθος και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Δεν μιλάμε,
λοιπόν, για αντιμαχόμενες ή αμοιβαία αποκλειόμενες πρωτοβουλίες.
Αντίθετα, πρόκειται για κινήσεις που αλληλοσυμπληρώνονται και είναι απόρροια της
ενεργητικής και πολυδιάστατης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Τρίτον, η συμφωνία λειτουργεί επίσης ως πρόδρομος για τη σύσφιξη της συνεργασίας
ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΕΕ είναι μία οικονομική υπερδύναμη και
εκ των πραγμάτων διαθέτει μεγάλη ήπια ισχύ, οφείλει όμως να αποκτήσει και ανάλογο
γεωπολιτικό αποτύπωμα.
Οι εξελίξεις αποδεικνύουν ότι η Ευρώπη πρέπει να αποκτήσει τη στρατηγική αυτονομία και
εξοπλιστική διαλειτουργικότητα που θα της επιτρέψουν να υπερασπίζεται τα συμφέροντα και
τα δίκαιά της στην ευρύτερη γειτονιά της, δίχως να εξαρτάται από τη συνδρομή ή να βασίζεται
στη σύμφωνη γνώμη άλλων δυνάμεων.
Η συζήτηση αυτή έχει αναθερμανθεί τις τελευταίες εβδομάδες και ελπίζω ότι δεν θα ατονήσει,
αλλά θα προχωρήσει με σταθερά βήματα ώστε να μετουσιωθεί σε πράξεις.
Η Ελλάδα είναι πυλώνας ασφάλειας και σταθερότητας στην περιοχή της Ανατολικής
Μεσογείου, όπου συνυπάρχουν τα σύνορα της ΕΕ και η νοτιοανατολική πτέρυγα του NATO.
Εργάζεται πάντα στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της
Θάλασσας και των σχέσεων καλής γειτονίας.
Δεν έχουμε πρόθεση να μπούμε σε κούρσα εξοπλισμών με την Τουρκία. Η Ελλάδα τείνει χείρα
φιλίας προς όλους και είναι πάντα ανοιχτή στον καλόπιστο διάλογο, όμως έχει την
υποχρέωση, την αποφασιστικότητα και τη δυνατότητα να προασπίσει την επικράτειά της, την
κυριαρχία της και τα κυριαρχικά της δικαιώματα.

Σέβεται και στηρίζει τους συμμάχους της, αλλά παράλληλα δεν κάνει εκπτώσεις στα δίκαιά
της.
Η συμφωνία η οποία αποτελεί σημαντική εθνική παρακαταθήκη για τη χώρα, ξεπερνά τα
στεγανά της κομματικής αντιπαράθεσης και δίνει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να
διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο όχι μόνο στις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά
συνολικά στη συζήτηση για την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία.
Πίστευα ότι η ιστορική αυτή συμφωνία, που έχει την υποστήριξη της μεγάλης πλειονότητας
του ελληνικού λαού, θα ψηφιζόταν και από την αντιπολίτευση. Ο κ. Τσίπρας, δυστυχώς, δεν
μπορεί να ξεπεράσει τον εαυτό του. Επιμένει στο «όχι σε όλα» ακόμη σε μια συμφωνία
ιστορικού χαρακτήρα για την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων.
Αλλά όσο ιστορική είναι η συμφωνία, τόσο ιστορική είναι και η ευθύνη. Όλοι κρινόμαστε από
τους πολίτες και την Ιστορία. Η δική μου υποχρέωση είναι να αναβαθμίσω την αποτρεπτική
ικανότητα της χώρας, να ενισχύσω το ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή και να συμβάλω στην
προσπάθεια για την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία. Και αυτό κάνω.